παραγωγίσιμος

παραγωγίσιμος
-η, -ο [παραγώγιση]
μαθ. αυτός τού οποίου είναι δυνατή η παραγώγιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”